επαρχεύω — αμτβ. 1. είμαι έπαρχος, ασκώ καθήκοντα έπαρχου. 2. αναπληρώνω προσωρινά τον έπαρχο (χωρίς να έχω το βαθμό του έπαρχου), εκτελώ χρέη έπαρχου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έπαρχος — Βυζαντινός στρατιωτικός τίτλος με ρωμαϊκή προέλευση που απαντάται για πρώτη φορά την περίοδο της βασιλείας του Κωνστάντιου (337 361) για τον άρχοντα της Κωνσταντινούπολης. Ο έ., που συγκαταλεγόταν στους ανώτατους αξιωματούχους του κράτους, ήταν… … Dictionary of Greek
επαρχίνα — η 1. η σύζυγος τού επάρχου 2. η γυναίκα που έχει το αξίωμα τού επάρχου … Dictionary of Greek
επαρχεύω — και επαρχώ (AM ἐπαρχεύω και ἐπαρχῶ) [έπαρχος] είμαι έπαρχος, ασκώ τα καθήκοντα επάρχου μσν. αναπληρώνω προσωρινά τον έπαρχο, εκτελώ χρέη επάρχου … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
LABRATUM Osculum — dicebatur proprie, quo Impp. salutabantur, i. e. adorabantur, in Gloss. φίλημα βασιλικὸν, ἀπαςτικὸν βασιλέως: a labris, quibus imprimebantur, utloquitur Minuc. Felix in Octav. Caecilius simulacro Serapidis denotato, ut vulgus superstitiosus solet … Hofmann J. Lexicon universale
Ολυμπιάς — I Όνομα δύο βασιλισσών της Μακεδονίας. 1. Σύζυγος του Φίλιππου B’ της Μακεδονίας και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. (375 316 π.Χ.). Ήταν κόρη του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Το αρχικό της όνομα φαίνεται πως ήταν Μυρτάλη. Μπορεί να ονομάστηκε … Dictionary of Greek
επάρχισσα — ἐπάρχισσα, η (Μ) η σύζυγος τού επάρχου, η επαρχίνα … Dictionary of Greek
επαρχία — (provincia). Ζώνη επιρροής και αρμοδιότητας, στη ρωμαϊκή ιστορία, μέσα στην οποία ασκούσε τις δικαιοδοσίες του ένας δημόσιος λειτουργός· ο πραίτορας της πόλης ήταν υπεύθυνος, παραδείγματος χάριν, για την ε. της πόλης, ο πραίτορας των ξένων για… … Dictionary of Greek
επαρχαιότης — ἐπαρχαιότης, η (Μ) το αξίωμα τού επάρχου … Dictionary of Greek